- εξάλειπτρον
- ἐξάλειπτρον, το (Α) [εξαλείφω]1. ειδικό δοχείο όπου έβαζαν αρωματική αλοιφή («ὑπεχ' ὧδε δεῡρο τοὐξάλειπτρον», Αριοτοφ.)2. δοχείο, λήκυθος για άρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξάλειπτρον — unguent box neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐξάλειπτρον — ἐξάλειπτρον , ἐξάλειπτρον unguent box neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλείπτροις — ἐξάλειπτρον unguent box neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάλειπτρα — ἐξάλειπτρον unguent box neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)